05/07/2016 Συνέντευξη με τον Θεοφάνη Θεοδώρα
Επιθυμώντας να μάθω ορισμένα πράγματα γι αυτόν και το βιβλίο του να ‘μαστε στο καφενείο στους Ναζαίους σε μια συνομιλία- συνέντευξη, εμπειρία πρωτόγνωρη και γι αυτόν αλλά και για μένα.
Γνώρισα έναν άνθρωπο απλό, που μόνο μηνύματα ανθρωπιάς, ήθους, σοβαρότητας και μετριοφροσύνης ακτινοβολούσε.
Υποκλίνομαι στην ποιότητα του ανθρώπου, όπως επίσης και στην ποιότητα γραφής, του βιβλίου του, «Το κουβάρι της ζωής μου»
Απλό λιτό χωρίς φαμφάρες και επιτηδεύσεις, ικανό όμως να συγκινήσει, να διαπαιδαγωγήσει, να πληροφορήσει.
Ο Θεοφάνης Θεοδωράς γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1942, δυτικά των Τζουμέρκων και ανατολικά του Ξηροβουνίου, κοντά στον Άραχθο, όπως χαρακτηριστικά γράφει και στο βιβλίο του. Το ένατο από τα δέκα παιδιά της οικογένειας, βίωσε όλες τις δυσκολίες και τις επιπτώσεις της γερμανικής μπότας και του εμφυλίου.
-Κύριε Θεοφάνη τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο; Ήταν εσωτερική ανάγκη εξωτερίκευσης συναισθημάτων ή θέλατε να μεταφέρετε κάποια μηνύματα στον κόσμο;
-Πολλά γεγονότα στη ζωή μου άρχισαν να ξεθωριάζουν και δεν ήθελα να σβηστούν από τη μνήμη μου. Έπειτα έπρεπε να ξετυλίξω τη διαδρομή μου στους τρεις γιούς μου, που δεν ξέρουν πολλές πτυχές της ζωής μου. Ακόμη ήθελα να εξηγήσω στις εγγονές μου, γιατί σαν παππούς, εκτός από τα πρώτα τους χρόνια που σα μωρά τις κράτησα στην αγκαλιά μου, δεν τις πήγα στο σχολείο, δεν τους είπα τα παραμύθια που θα περίμεναν να ακούσουν και δε βρήκαν παρηγοριά στην αγκαλιά μου σε δυσκολίες που αντιμετώπιζαν.
-Υπάρχουν μόνο ρεαλιστικά στοιχεία στο βιβλίο σας ή παρατηρούμε και στοιχεία μυθοπλασίας;
-Είναι όλα γεγονότα. Δύο πρόσωπα όμως, ο Ευθύμης και η Μαλάμω, είναι υπαρκτά μεν αλλά με άλλο όνομα.
-Σε ποιο κοινό θα θέλατε να απευθύνετε το βιβλίο σας; Ποιο κοινό θα θέλατε να στοχεύσετε; Και ποιο μήνυμα απευθύνετε στους αναγνώστες σας;
-Θέλω κυρίως η νεολαία να διαβάσει το βιβλίο, να μπορέσει να εκτιμήσει τη ζωή να μάθει να αγωνίζεται, να μη δειλιάζει στις αντιξοότητες και τις αναποδιές, να εκτιμήσει την ιστορική κληρονομιά κρίνοντάς την και να νιώσει το χρέος και την υποχρέωση να προσθέσει κάτι, να δημιουργήσει, να βάλει το δικό της λιθαράκι, κάτι καινούριο να φέρει. Και να θυμάται πάντα «μην γκρεμίζει ότι δε μπορεί να ξανακτίσει»
Οι ατυχίες, οι διώξεις, οι κατατρεγμοί, οι απανωτοί θάνατοι τόσων προσφιλών μου ανθρώπων, δε με εξουθένωσαν, άντεξα και ο μεγαλοδύναμος πάντα με έσωζε.
-Ποιο είναι το σημαντικότερο που αποκομίσατε από τη συγγραφή του βιβλίου;
-Υπακούοντας σε κάποια εσωτερική ανάγκη μερικές φορές έψαξα τον άλλον μου εαυτό, να τον φωνάξω να τον τιμωρήσω , δεν ξέρω…. Ήρθα αντιμέτωπος με την ψυχή μου. Ένιωσα ότι κάθομαι στον ίσκιο των προγόνων μου, που μου δείχνουν όσα άφησαν στη μέση, όσα δεν πρόλαβαν να τελειώσουν. Άκουσα τη φωνή τους να με παρακινεί να συνεχίσω, να ξεχερσώσω τα άγρια, να ημερέψω τον τόπο, να αφήσω κάτι για τους επόμενους.
-Έχετε σαν πρότυπο κάποιον συγγραφέα;
-Πάντα άκουγα με προσοχή τα λόγια ακόμα και των πιο απλών ανθρώπων και πάντα τα είχα στο μυαλό μου
-Νιώθετε την ανάγκη να γράψετε ξανά;
-Προς το παρόν γράφω κάποια ποιήματα και βλέπουμε.
-Που θα μπορούσε κάποιος να προμηθευτεί το βιβλίο σας;
-Στην Αθήνα διατίθεται στα βιβλιοπωλεία: “Ιανός” και “Πολιτεία” ενώ στην Άρτα στο βιβλιοπωλείο του “Σπύρου” Σκουφά 163.
-Πώς είναι η ζωή σας στο χωριό;
-Εδώ ασχολούμαι με αγροτικές δουλειές, σκάβω, καλλιεργώ τη γη και απολαμβάνω όσα απλόχερα αυτή μου προσφέρει. Νιώθω την ομορφιά της άνοιξης, απολαμβάνω το καλοκαίρι, αισθάνομαι την ηπιότητα του φθινοπώρου και βιώνω τη δυσκολία του χειμώνα. Περιμένω να ανθίσει ο φράξος, η κουτσουπιά. Τον πετροκότσυφα να παραβγεί στο κελάηδημα με τα αηδόνια, να μυρίσει ο λεμονανθός και το χαμομήλι. Να έρθουν και τα πανηγύρια, με πρώτο τον Αι Γιώργη, μετά ο Άγιος Κωνσταντίνος, η Αγία Τριάδα και η συνέχεια…….
Εδώ τελείωσε η συνομιλία μου με τον κ. Φάνη Θεοδωρά. Εκείνος έφυγε κι εγώ έμεινα εκεί στο καφενεδάκι σχεδόν με ευλάβεια, να αφήσω όλη αυτήν την αύρα να κυλίσει στις φλέβες μου, να ακουμπήσει την ψυχή μου.
Ευαγγελία Μακρυκώστα