"Ο ΚΑΝΑΔΑΣ"… το ΑΥΛΑΚΙ που έγινε ΜΟΝΟΠΑΤΙ
Υπάρχουν φορές, που όταν βλέπουμε μια παλιά φωτογραφία, χωρίς να το θέλουμε ταξιδεύουμε μέσα στα μονοπάτια του παρελθόντος χρόνου. Εάν το θέμα της μας προκαλεί μια συγκινησιακή φόρτιση, τότε αφήνουμε τα συναισθήματά μας ελεύθερα να φτιάξουν εικόνες και να αναπλάθουν γεγονότα. Καμιά φορά μπορεί η εικόνα από μόνη της να έχει μια τέτοια δυναμική που μέσα εκεί να κρύβεται μια ολόκληρη ιστορία. Τότε λέμε με θαυμασμό πως αυτή η φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις!. Οι παρακάτω φωτογραφίες δεν αξίζουν μόνο χίλιες λέξεις, είναι ένα ολόκληρο βιβλίο που ποτέ δεν γράφτηκε και ούτε έχει διαβαστεί. Απεικονίζουν μια προσπάθεια που έγινε από την πολιτεία για την ανάπτυξη της περιοχής μας, είναι μια μικρή ιστορία του χωριού μας γεμάτη γεγονότα και καταστάσεις, που ο καθένας μας τα βίωσε με το δικό του τρόπο. Ψάχνοντας βαθειά μέσα στο πιθάρι των αναμνήσεων τα ανασύρουμε και τα διηγούμαστε σήμερα, άλλοι με νοσταλγία γιατί αφορούν τα παιδικά μας χρόνια και άλλοι με αγανάκτηση, γιατί εκεί στη δεκαετία του εξήντα,( από όπου είναι και οι φωτογραφίες), τα χρόνια ήταν δύσκολα και τα χωριά μας φτωχά και εγκαταλελειμμένα και η ανάγκη για επιβίωση μεγάλη, γι αυτό και μερικά παιδιά βρεθήκανε από τον κονδυλοφόρο κατευθείαν στο γκασμά και στο φτυάρι.
Όταν ήρθε στα χέρια μου η φωτογραφία με τα καλούπια της κολόνας να στέκετε όρθια, την κοίταζα για ώρες. Στην αρχή με τη ματιά ενός ώριμου άντρα και όπως τη χάζευα, σιγά-σιγά τα συναισθήματά μου μετατράπηκαν και άρχισα να την βλέπω με τα μάτια των παιδικών μου χρόνων. Από εικαστικής πλευράς είναι απλά παλιές φωτογραφίες και σε έναν τρίτο πολύ πιθανόν να μη λέει τίποτα, σε μας όμως λέει πολλά, γιατί η Κολόνα για αρκετά χρόνια ήταν συνδεδεμένη με τη ζωή του χωριού μας.
Τι την κοιτάς και που ταξιδεύει ο νους σου με συνέφερε ο Βασίλης που καθόταν δίπλα μου, ένα βράδυ του χειμώνα στην ταβέρνα του Στέφανου. Ξέρεις τι έχω τραβήξει εγώ εκείνη την εποχή!. Παιδάκι ακόμη ούτε τα δεκαπέντε δεν είχα κλείσει και πήγαινα να καθαρίσω το αυλάκι κάτω από την επίβλεψη του Χστόφορου μαζί με άλλα παιδιά από το χωριό, όπως τον Θανάση, τον Γιάννη και άλλους και η άτιμη η λούμπρη να κολλάει στο φτυάρι και να μη λέει να ξεκολλήσει με τίποτα!. Αγανάκτησα λοιπόν και εγώ και επειδή δεν άντεξα άλλο πήρα των ματιών μου και πήγα στα καράβια ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή. Βέβαια δεν ήταν μόνο αυτή η αιτία, υπήρχαν και άλλοι λόγοι που μας ανάγκασαν εγώ να μπαρκάρω και ο Γιάννης να φύγει για άλλες πολιτείες. Είπαμε είμαστε στη δεκαετία του εξήντα και αυτό τα λέει όλα.
Σιγά –σιγά μπήκαν στη κουβέντα και άλλοι και η συζήτηση άρχισε να ζωηρεύει και να αποκτά ενδιαφέρον. Πετάγεται ο Θανάσης ( έτσι όπως κάνει πάντα) και λέει. Ναι έχει δίκιο! έτσι έχουν τα πράγματα και άρχισε και αυτός να διηγείται τις δικές του περιπέτειες. Ξαφνικά άστραψαν τα μάτια του και θυμήθηκε το βαγονέτο που πήγαινε πέρα δώθε με τον ( Γιανν’ Σιρεπίσιο) μέσα να συναρμολογεί τις σωλήνες. Εγώ χαμογέλασα για το Σιρεπίσιος και δεν τον διόρθωσα, άλλωστε τέτοια εικόνα έχω και εγώ στο μυαλό μου.
Θυμάμαι που με έστελνε η μητέρα μου να του πάω κολατσιό, αυγά σφιχτά και μια ντομάτα στα τέσσερα δεμένα σε καρό πετσέτα. Για να αποφύγω την γκρίνια και τα κλάματα της αδελφής μου την έπαιρνα καμιά φορά μαζί μου και επειδή την γρατζουνάνε τα αγκάθια τη κουβάλαγα στην πλάτη μου. Μικρό κοριτσάκι τι να σου κάνει. Καθόμουν με τις ώρες στην αποδώ μεριά στη θέση (Λάμδα) όπως το λέγαμε τότε και χάζευα τα πάντα. Έβλεπα τον πατέρα μου καθώς είχε άγνοια κινδύνου να είναι μέσα στο βαγονέτο και να δουλεύει με θάρρος και αυτοπεποίθηση. Πάντως αρκετοί χωριανοί δουλέψανε στο έργο της Κολόνας, μικροί, μεγάλοι, γυναίκες και παιδιά, όλοι στο μεροκάματο. Από όσα μπορώ να γνωρίζω η αλήθεια είναι ότι μερικοί βγάλανε και αρκετά λεφτά, με τον έναν η με τον άλλον τρόπο, παρ΄ όλο που τα μεροκάματα ήταν πολύ χαμηλά, σε σχέση με το οικονομικό μέγεθος του έργου.
Έχεις απόλυτο δίκιο, καλά θυμάσαι ακούω μια φωνή πίσω μου και διαλύει αυτομάτως όποιες αμφιβολίες είχα ως προς τα γεγονότα και τις ημερομηνίες. Είναι ο Μήτσο Λάμπρης ( ο Δημητράκης του Νίκου Λάμπρη των παιδικών μου χρόνων) μπαίνοντας και αυτός στην κουβέντα, η συζήτηση αρχίζει να παίρνει άλλη διάσταση και να γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα και πιο μεστή. Με καλή πρόθεση και νεανική διάθεση βάλθηκε να βάλει σε τάξη τις σκόρπιες αναμνήσεις μας και να ξετυλίγει το κουβάρι των γεγονότων πλέκοντας την ιστορία της Κολόνας. Του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και κρέμομαι από τα χείλη του. Άλλωστε ήταν ο ήρωας των παιδικών μου χρόνων. Είναι ο άνθρωπος που αγάπησε και δάμασε το ποτάμι, είναι ο άνθρωπος που με δυο κεντιές περνούσε τη βάρκα κόντρα στη σούδα, ανέβαινε στον πλάτανο που ήταν δίπλα στο ποτάμι και πηδούσε μες στη βίρα και αναδύονταν σαν αερικό. Τα λόγια του έχουν περίσσια αξία και αφήνουμε στην εξιστόρηση των γεγονότων για να μπορώ μετά να γράψω πέντε- έξη αράδες που λέει ο λόγος.
Η χάραξη και το άνοιγμα του αυλακιού ξεκίνησε το 1958, πολύ πιθανόν από πάνω προς τα κάτω. Σε πάρα πολλά σημεία η κατασκευή του ήταν δύσκολη λόγο της διαμόρφωσης του εδάφους. Απότομα βράχια και γκρεμνοί έπρεπε να υποκύψουν μπροστά στην ανθρώπινη θέληση. Αργότερα όταν χρειάζονταν να γίνει ο καθαρισμός του αυλακιού, το δύσκολο αυτό σημείο, το αναλάμβανε πάντοτε ο Χριστόφορος Ζιανίκας, και έτσι έφτασε μέχρι τις μέρες μας, ως το ( Στεφαν’ του Χστόφορου). Πράγματι είναι το πιο επικίνδυνο σημείο και το πέρασμά του γίνετε με αρκετή δυσκολία. Μέσα στην πλούσια σε ομορφιά διαδρομή του αυλακιού, υπάρχουν μικρές ανθρώπινες ιστορίες που χαθήκανε μέσα στο χρόνο. Εάν το περπατήσεις χαλαρά το βουητό του ποταμού γίνεται μουσική υπόκρουση πάνω σε μια κινηματογραφική ταινία που ξετυλίγεται μπροστά σου, σε κάθε στροφή σε κάθε συστάδα δένδρων. Το 1960 με 61 το νερό πέρασε απέναντι και έφτασε στη θέση Λάμδα με πρώτο μέλημα να ποτιστεί ο κάμπος του Κρυονερίου. Οι χωραφιάδες (έτσι τους λέγανε τότε) είχαν δηλώσει 180 στρέμματα, όσα δηλαδή είχαν τη δυνατότητα να ποτιστούν και ταυτόχρονα άνοιγαν το αυλάκι για να φτάσει μέχρι του Γκόζιακα, κοντά στο νερόμυλο του Αναγνωστάκη, για να ποτιστούν τα πάνω χωράφια των Πολιτσιάνων.
Εκεί στο στεφάνι στο Κρυονέρι έσπαγαν τις πέτρες και τα λεκάνια με παραμίνα και φουρνέλα για να στεριώσουνε το αυλάκι. Τι υπομονή και τι κουράγιο χρειάζονταν για να γίνει κάτι τέτοιο, άλλωστε εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν και πολλές εναλλακτικές λύσεις, μόνο μία. Δεν κράτησε όμως για πολύ και γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Το έργο συνεχίστηκε και στην απέναντι πλευρά. Η υψομετρική διαφορά ήτανε τέτοια από τη Δέση μέχρι το Λάμδα που εξυπηρετούσε και τους εκεί μαχαλάδες, έτσι το νερό περνούσε από τον Κάρδαμπο, τον Κάμπο και έφτανε μέχρι το Βουνιότη. Για να μην υπάρχει καμιά αδικία και γκρίνια,( καθόλου σύνηθες για τα χωριά μας όταν έχει σχέση με το νερό) ο Μήτσο Λάμπρης έφτιαξε μια ειδική κόφτρα για να μοιράσει το νερό σε τρείς ποτστίδες από εδώ και τρείς από εκεί. Τελικά το σύνολο των στρεμμάτων που κατάφερε αυτό το έργο να ποτίσει ήτανε όλα κι όλα πεντακόσια στρέμματα!! Το όλο λοιπόν εγχείρημα κόστισε 1.500.000 δρχ. απίστευτα πολλά λεφτά για την εποχή του, τη στιγμή μάλιστα που το μεροκάματο ήταν δεκαεφτά δρχ. για τον εργάτη και τριάντα με πενήντα για τους τεχνίτες και να φανταστή κανείς ότι μία οκά λάδι τότε έκανε δεκαπέντε δρχ!. Που να πήγαν άραγε τόσα πολλά λεφτά!!!! Με πιο σκεπτικό αποφάσισε η πολιτεία να επενδύσει τόσα πολλά χρήματα σε μια περιοχή που η καλλιεργήσιμη γη ήταν δυσανάλογη του όλου έργου; Είναι απορίας άξιο. Μια σοβαρή δικαιολογία μπορεί να είναι, ότι στο χωριό εκείνη την εποχή ζούσανε αρκετές οικογένειες με τα παιδιά τους να γεμίζουνε τις αυλές και δουλεύοντας στα χωράφια ελπίζανε πως θα παραμείνουν στον τόπο τους. Ήταν αρκετό όμως αυτό; Από ότι φάνηκε εκ των υστέρων μάλλον όχι, γιατί τα προβλήματα ήτανε πολλά, όπως για παράδειγμα οι υποδομές που ήταν ελάχιστες και το οδικό δίκτυο σχεδόν ανύπαρκτο.
Αλήθεια άξιζε λοιπόν τον κόπο να γίνει ένα τόσο μεγάλο έργο; Καλό το ερώτημα και δύσκολη η απάντηση. Πάντως οι πατεράδες μας πιστέψανε σ’ αυτό το έργο και όχι άδικα γιατί είδαν γρήγορα τα χωράφια τους να γίνονται καταπράσινα από το καλαμπόκι. Ήταν πηγή ζωής το καλαμπόκι που έθρεψε γενιές και γενιές και όποιος νοικοκύρης είχε το αμπάρι γεμάτο, δε φοβάται χειμώνα έλεγε ο παππούς μου. Με το νερό να τρέχε άφθονο στα χωράφια ο κάμπος έγινε κάτι σαν εύφορη κοιλάδα, γι’ αυτό και ονομάσανε το έργο της Κολόνας «ΚΑΝΑΔΑΣ». Φυσικό επόμενο λοιπόν ήταν, να ταυτιστεί το χωριό μας με την Κολόνα και να γίνει σημείο αναφοράς για πάρα πολλά χρόνια με όποια θετικά η αρνητικά αποτελέσματα είχε. Όμως, όπως γίνεται συνήθως, ένας κύκλος εποχής κάπου τελειώνει και το νερό σταμάτησε να κυλάει στο αυλάκι το 1974 και οι Κρυονερίτες έβλεπαν την Κολόνα σιγά-σιγά να μαραζώνει και να παίρνει την κάτω βόλτα. Αιτίες πολλές, με πρώτη και καλύτερη την αστικοποίηση των χωριανών, γιατί η φτώχεια δεν είχε τελειωμό και μέχρι τα τέλη του 70 άδειασε σχεδόν όλο το χωριό. Σήμερα υπάρχουν κάποια σκόρπια μνημεία που να θυμίζουν εκείνη τη εποχή και παλιές φωτογραφίες στα μπαούλα των σπιτιών μας.
Η ζωή όμως στο χωριό δεν σταμάτησε εδώ, μπορεί να πέρασαν τα χρόνια να ερήμωσαν τα χωριά μας και τα χωράφια να έγιναν απροσπέλαστα, όμως τώρα κάτι καινούργιο ξεκινάει. Εκεί πάνω στο αυλάκι που η άτιμη λούμπρη κόλλαγε στο φτυάρι και γέμιζαν τα χέρια ρόζους, εκεί πάνω που επενδυθήκανε όνειρα και προσδοκίες, εκεί πάνω που η φύση επένδυσε το τοπίο με απαράμιλλο κάλος, τώρα στο ίδιο ακριβώς σημείο φτιάχνετε το μονοπάτι της Βίδρας. Ένα έργο που βάζει και αυτό με τον δικό του τρόπο ένα μικρό λιθαράκι στην προσπάθεια να κυλά ελεύθερο το ποτάμι.
Μπορεί και εδώ να είναι μεγάλες οι προσδοκίες όπως και τότε, προς το παρόν όμως ας κρατάμε μικρό καλάθι, γιατί η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας διέλυσε σχεδόν τα πάντα και να έχουμε βαλτώσει, να έχουμε κολλήσει και να μην μπορούμε να πάρουμε μπροστά με τίποτα. Σίγουρα όμως όχι μέσα στις λάσπες, αλλά μέσα στις άδειες τσέπες μας. Άντε τώρα να περιμένεις ανάπτυξη κάτω από αυτές τις συνθήκες.Ας είμαστε όμως αισιόδοξοι γιατί η κατάσταση με το πριν δεν είναι η ίδια με το τώρα και ούτε ίδιες οι ανάγκες, γι αυτό το μονοπάτι μπορεί να αποτελέσει το δεύτερο αναπτυξιακό έργο μετά τη γέφυρα Τζαρή και να γίνουν τα χωριά μας, τόπος τουριστικού προορισμού. Ίδωμεν. Έτσι είναι η ζωή, φεύγει το παλιό και στη θέση του έρχεται το καινούργιο. Μια αέναη κίνηση μέσα στο χρόνο.
Υ.Γ. Σκοπίμως δεν υπάρχουν λεζάντες στις φωτογραφίες για να μπορεί ο αναγνώστης από μόνος του να φτιάξει το δικό του ταξίδι.