Κάτι σαν παραμύθι για μικρούς και μεγάλους
Όποιος περαστικός, ταξιδευτής η ντόπιος περάσει από το Κρυονέρι, με τα πόδια η με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, το πρώτο πράγμα που θα κάνει, είναι να σταματήσει στη βρύση να πιει νερό να δροσιστεί. Αυτά τα λόγια είναι σε ελεύθερη απόδοση από το ποίημα που σκάλισε κάποτε πάνω σε μια πέτρα, ένας λαικός καλλιτέχνης, που δυστυχώς σήμερα η επιγραφή δεν υπάρχει.
«Εσύ διαβάτη που περνάς,
να ειπείς σε όσους συναντάς
στο Κρυονέρι να σταθούν
να πιούν νερό να ευφρανθούν.»
Εσύ φίλε ταξιδευτή όταν σταματήσεις στη βρύση και σηκώσεις τα μάτια σου προς τα πάνω, δεν έχεις παρά να κοιτάξεις με θαυμασμό τον γερό-πλάτανο.
Άμα καθίσεις κάτω από τον βαθύ του ίσκιο και χαζεύοντας προς το ποτάμι θα ξεχαστείς για λίγο, και τότε, δεν έχεις παρά να νοιώσεις το κάλεσμά του, να νοιώσεις τη φιλόξενη αγκαλιά του και σαν καλοκάγαθος γίγαντας που είναι, θα σε καλέσει να τον εξερευνήσεις αδιαμαρτύρητα μέσα στις σπηλαίες του (κουφάλες) και να ταξιδέψεις βαθιά μέσα στις ρίζες του.
Θέλεις να ρωτήσεις, να μάθεις πιο πολλά από όσα ξέρεις, για τον πλάτανο. Για την ιστορία του και για την σχέση του με τους ανθρώπους.
Κάθε φόρα που πηγαίνω στο χωριό περνάω του λέω ένα γεια, μια καλησπέρα και αυτός πάντα με κοιτάζει με παράπονο, σαν να θέλει κάτι να μου πει.
Δεν έκατσες καλέ μου γείτονα και χωριανέ, μια φορά να τα πούμε, πάντα βιαστικός είσαι, έχω τόσα πολλά να σου διηγηθώ και να μάθεις από εμένα. Για τις περιπέτειες των ανθρώπων για αυτούς που περάσανε από εδώ, για τα καλά και τα κακά τους, για τη γενιά σας, για τους πατεράδες σας και τους παππούδες σας και για όλους αυτούς που κατά καιρούς καθίσανε κάτω από τον βαθύ μου ίσκιο .
-----------------------
Την τελευταία φόρα που βρέθηκε εκεί, δεν άντεξα άλλο το παράπονό του και αφού του έριξα μια πονηρή ματιά, του υποσχέθηκα ότι μόλις τελειώσω με τις απαραίτητες δουλείες του σπιτιού, θα πάρω το καφεδάκι μου και το μεσημέρι κάτω από άκρα σιωπή, με συντροφιά μόνο τα τιτιβίσματα των πουλιών και το αργό κυλλάρισμα της βρύσης, θα έρθω να πλαγιάσω μέσα στην αγκαλιά σου και με προσοχή θα ακούσω όλα τα παραμύθια σου αληθινά και ψεύτικα.
Την επόμενη μέρα αυτό έκανα. Πήγα κοντά του και όπως είναι επιβλητικός και τεράστιος, με μάγεψε για μια ακόμη φορά και κλείνοντας τα μάτια μου, αφέθηκα στο σιγανό θροίσμα των φύλλων του, απολαμβάνοντας τον ίσκιο του και τις όμορφες ιστορίες του.
Άρχισε κάποια στιγμή να μου μιλάει ψιθυριστά γιατί δεν ήθελε με ξυπνήσει και μου χαλάσει το ωραίο μου παραμύθι.
Μην απορείς και μην τρομάζεις που πήρα ανθρώπινη μορφή για να σου μιλήσω, είναι μια παλιά συνήθεια των ανθρώπων, να μιλούν με τα βουνά, τα δέντρα και τα πλατάνια….. Γεμάτα τα δημοτικά τραγούδια, γεμάτες και οι παραδόσεις, από θρύλους και ιστορίες, που θέλουν τα πουλιά να παίρνουν ανθρώπινη λαλιά και να κουβεντιάζουν με τον Κωνσταντή - τα κυπαρίσσια δίπλα-δίπλα να είναι αγκαλιασμένα - και τα βουνά να αναστενάζουν από καημούς και βάσανα.
-------------------------
Εμένα που με βλέπεις κάθομαι εδώ στο ίδιο σημείο χωρίς να μετακινηθώ καθόλου γιατί δεν με παρέσυραν νεροποντές και καταιγίδες. Είμαι εδώ 1300 χρόνια και βάλε. Έτσι λένε όσοι με γνωρίζουνε καλά, αλλά ακόμη δεν έχω πιστοποιητικό γέννησης. Κάποια στιγμή μου υποσχεθήκατε ότι θα το κάνετε. Εσύ τι λες, θα τα καταφέρετε. Δεν απαντάς ε…
Άσε κατάλαβα όλο υποσχέσεις είσαι και εσύ, τα ίδια λέγανε και άλλοι πριν από εσένα.
Μα είναι τόσο δύσκολο να μου βγάλετε ένα χαρτί. Έτσι μου έρχεται να ξεκινήσω μόνος μου ένα πρωί και παρ’ όλα τα γεράματά μου και τους ρευματισμούς που έχω, μιας και τα πόδια μου είναι βαθιά μέσα στο νερό που φτάνουνε μέχρι κάτω στο φιλαράκο μου το ποτάμι, να πάω εκεί που το λέτε Μουσείο φυσικής ιστορίας και να τους πω.
Κύριοι αξίζει τον κόπο να ασχοληθείτε λίγο μαζί μου, είμαι σίγουρος πως δεν θα χάσετε ούτε εσείς, αλλά ούτε και εγώ. Εσείς θα καμαρώνετε και θα τρέξετε να μου βάλετε στεφάνια και κορδέλες και εγώ θα απολαμβάνω τους ανθρώπους, που θα έρχονται με ανοιχτό το στόμα από θαυμασμό να με ρωτούν και να μάθουν για όσα μυστικά κρύβω μέσα μου.
Ωραία εγώ δεν πρόκειται να το κάνω, γιατί είμαι γέρος και δεν μπορώ, αλλά εσείς, ντόπιοι και περαστικοί κάτι θα κάνετε για μένα, για να μπω και εγώ στο πάνθεον της Φυσικής Ιστορίας.
----------------------
Στα χρόνια που πέρασαν έχω ζήσει μεγάλες δόξες και γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους. Ένα από τα γεγονότα που με κάνουν να νοιώθω περήφανος, είναι ότι κάτω από τον βαθύ μου ίσκιο έκατσαν και γευμάτισαν πάνω σε καρό πετσέτες, το 1881 βασιλείς, γραμματείς και στρατιώτες. Έμειναν εκεί αρκετή ώρα μαγεμένη από το καταπράσινο τοπίο και αφού ήπιαν δροσερό νερό τράβηξαν προς τα πάνω. Όλα αυτά είναι γραμμένα δια χειρός Πάνου Κολοκοτρώνη και άμα ψάξεις, κάπου θα τα βρεις. Όμορφες παλιές ιστορίες.!!!!!!!!
Στο διάβα λοιπόν των χρόνων που περάσανε από πάνω μου, δεν άντεξα, και μέσα μου άρχισε κάτι να με κατατρώει, δεν έχεις παρά να κοιτάξεις τους τεράστιους κορμούς μου και μέσα θα δεις κουφάλες που φτάνουνε μέχρι κάτω, βαθιά στις ρίζες μου.
Αλήθεια σου λέω, δεν είναι ψέματα, γι’ αυτό θα σου πω μια ιστορία που μπορεί να έχεις ακούσει το κάτι τις από τους μεγαλύτερους.
Εδώ το 1943, αν δεν κάνω λάθος, που περάσανε οι Γερμανοί και καίγανε τα πάντα, οι φίλοι μου οι χωριανοί πάνω στο χαλασμό, τρέξανε και κρύψανε μέσα στις κουφάλες μου όλα τα υπάρχοντά τους. Στάρι, καλαμπόκι, τραχανά, ρούχα, κουβέρτες, όλα μαζεμένα σε τσουβάλια και με μια μεγάλη σκάλα τα ρίξανε μέσα στη μεγάλη τρύπα που είναι ψηλά πάνω στον τεράστιο κορμό μου για να τα φυλάξω. Εγώ απλά έκανα το καθήκον μου και φύλαξα τα πράγματά τους μέχρι να γυρίσουν πίσω. Οι άνθρωποι φεύγανε να κρυφτούν μέσα στις ρεματιές και τα λαγκάδια και από πάνω τους οι σφαίρες να σφυρίζουν αδιάκοπα, που και που, έπεφτε και καμιά οβίδα.
Χαμός σου λέω, οι παππούδες σας και οι πατεράδες σας περάσανε δύσκολα χρόνια.
Τα θυμάμαι καμιά φόρα και στεναχωριέμαι, γιατί μετά από λίγο καιρό αδελφός σκότωνε – αδελφό.
Τι τα σκαλίζω και στα λέω, αλλά δεν πειράζει, καλύτερα να ξέρεις παρά να ζεις μέσα στην άγνοια και την αδιαφορία.
---------------------
Κάθε εποχή έχει και τη δίκης ιστορία.
Δεν θα ξεχάσω τον ήχο των κουδουνιών από τα πρόβατα και τα κατσίκια που τα άκουγα από πολύ μακριά και μου χάιδευαν μελωδικά τα αυτιά μου, καθώς οι βλάχοι περνούσαν από εδώ για να πάνε στα χειμαδιά. Κάτω από τον βαθύ ίσκιο μου και την υπέροχη πλατεία που είχα γύρω μου, ξεκουράζονταν και μου δίνανε υπόσχεση πως του χρόνου θα περάσουν πάλι από εδώ.
Τότε τα παλιά χρόνια υπήρχε μια όμορφη πλατεία που απλώνονταν γύρω από τον κορμό μου, δημιουργώντας μαζί με το ρέμα και τη βρύση, ένα τοπίο μοναδικό.
Τώρα με έχετε στριμώξει και δεν μπορώ να πάρα ανάσα. Με μαντρώσατε γύρω- γύρω, μου φτιάξατε και μια δήθεν πλατεία και με απομονώσατε από τα παιχνίδια των παιδιών. Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα καπρίτσια των ανθρώπων. Εγώ βρίσκομαι εδώ, εκατοντάδες χρόνια πριν από εσάς, εσείς τώρα ήρθατε και θέλετε σώνε και καλά να με φιμώσετε, μου βάλατε και ένα πλέγμα στην πιο ωραία κουφάλα μου, λες και είμαι κανένας κακός γίγαντας που τρώει τα παιδιά του.
----------------------
Εγώ τα αγαπάω τα παιδιά και τα μεγάλα και τα μικρά. Τα μεγάλα παιδιά που κάποτε ήτανε μικρά έρχονταν εδώ τα μεσημέρια και γινότανε ένας χαλασμός. Παίζανε κρυφτό, κάνανε τραμπάλα, στρώνανε κουρελούδες και ξαπλώνανε με ένα βιβλίο στο χέρι και κάνανε πως διαβάζανε. Εγώ τα κοιτούσα και γέλαγα γιατί έβλεπα από τα πελώρια κλαδιά μου, ποιος έκανε ζαβολιές και ποιος τα φόρτωνε στον άλλον. Οι ποιο θαρραλέοι μπαίνανε μέσα στις κουφάλες μου, βγάζανε ένα τσιριχτό ότι τάχα μου φοβήθηκαν τις νυχτερίδες και κατεβαίνανε πιο βαθιά για να βγάλουνε φουσκί για τα λουλούδια.
Όταν έφτανε το σούρουπο καμάρωνα τα κορίτσια, άλλα με τη βαρέλα φορτωμένη και άλλα με τα παγούρια στο χέρι, τρέχανε πια θα φτάσει πρώτη στη βρύση για νερό και τα αγόρια παραδίπλα να παραμονεύουν, πια κοπελιά θα ξεμείνει πίσω, μπας και προλάβουν να δώσουνε κανένα φιλί που τόσο λαχταρούσαν, για να αισθανθούν και αυτά ότι γίνανε άντρες.
-----------------------
Ξύπνα είναι ώρα να φύγεις, πήγε αργά το μεσημέρι και μην στεναχωριέσαι που θα με αφήσεις μόνο μου, εγώ, έχω για συντροφιά το φιλαράκο μου το ποτάμι, που βαδίζουμε μαζί όλα αυτά τα χρόνια και τη γκρινιάρα βρύση, που συνεχώς κλαίγεται και διαμαρτύρεται ότι δεν την φροντίσατε όσο έπρεπε. Για να μπορέσει και αυτή κάποια στιγμή, να αναδείξει τα κάλλη της και την ομορφιά της.
Φεύγοντας τον άκουσα που σιγο- μουρμούριζε.
Ωραία χρόνια τα παλιά, αλλά και τα σημερινά καλά είναι. Άλλες εποχές άλλοι άνθρωποι. Εκείνο που μείνε πάντα το ίδιο είναι η μουσική. Ότι και να μου βάλετε να ακούσω το απολαμβάνω με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Κλαρίνα, ντέφια και βιολιά, ρεμπέτικα και λαικά παιγμένα με ροκ συναισθήματα που να μιλούν στις καρδιές των ανθρώπων, αφήστε τα για λίγο ελεύθερα να ακουστούν από την μια άκρη του ποταμού μέχρι πάνω ψηλά στις ράχες. Έτσι θα μου δείξετε ότι δεν είμαι ένα ξένο σώμα από εσάς, αλλά μέρος των δικών σας συναισθημάτων και εγώ θα μολογάω στους επόμενους που θα περάσουν από εδώ, ότι αφήσατε και εσείς στο πέρασμά σας, τα καλά και τα κακά, της ανθρώπινης φύση σας .
- Το τρίτο μάτι: Το τρίτο μάτι, τεύχος 174, Ιουλ. 2011