Τι δεν έκανα
Σηκώθηκα πρωΐ- πρωΐ, και πριν χαράξει ο ήλιος άρχισα να μαζεύω το πράγματά μου για να πάρω το δρόμο της επιστροφής. Ενδιάμεσα έπινα μια γουλιά καφέ, ρίχνοντας απέναντι στα καταπράσινα λοφάκια μια κλεφτή ματιά, μουρμουρίζοντας με γκρίνια, μα πότε πέρασαν οι μέρες χωρίς να τις καταλάβω.
Σε λίγο ο ήλιος έσκασε στο απέναντι βουνό, γεμίζοντας την κορυφή με τα χρώματα της αυγής και η φύση σιγά-σιγά άρχισε να παίρνει τη ζωντάνια της ημέρας. Μια ελαφρά μελαγχολία σκέπασε το πρόσωπό μου όταν άρχισα να αναρωτιέμαι που πάω κατακαλόκαιρα. Λίγες μέρες είχα στη διάθεσή μου για να μπορέσω να ξεφύγω από την καθημερινότητα και ακόμη πιο λίγες όταν θέλεις να κάνεις πράγματα που επιθυμείς και στο τέλος διαπιστώνεις ότι το πηλίκον λέει μηδέν.
Τι στο καλό να πρωτοκάνεις!!!!. Έριξα μια τελευταία ματιά, από τον πλάτανο μέχρι τα γύρο βουνά, αιχμαλωτίζοντας μέσα μου τις τελευταίες εικόνες. Μπήκα γρήγορα στο αυτοκίνητο και παίρνοντας την πρώτη στροφή, βγήκα στο ίσιωμα, και από εκεί τράβηξα προς τις μεγάλες κοδέλες.
Έχω αρκετό χρόνο μου μπροστά μου και κάμποση ώρα για να μπορώ μια-μια τις ενοχές μου να τις ξεφορτώνομαι στο δρόμο κάνοντας το ταξίδι πιο ανάλαφρο. Ενοχές, τρόπος του λέγει. Απλή δικαιολογία γι αυτά που ήθελα φέτος να κάνω και απλά δεν τα κατάφερα. Γιατί πώς να το κάνουμε, άλλο πράγμα είναι θέλω και μπορώ, και άλλο θέλω, αλλά δεν!!!!!! μπορώ.
Ήθελα φέτος πριν ξεκινήσω για το χωριό να κάνω μια περαντζάδα στα νησιά των Κυκλάδων, όπως έκανα στα χρόνια των νεανικών μου επαναστάσεων. Είπα να ανέβω στη μηχανή και παίρνοντας μαζί μου ένα σακίδιο να κατέβω στο λιμάνι, και από εκεί χωρίς πρόγραμμα, να μπω στο πρώτο καράβι και όπου με βγάλει.
Τι ωραίο πράγμα είναι, να είσαι αραχτός πάνω στη ζι-ζλογκ καρέκλα και με ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι να χαζεύεις από το πίσω μέρος του καραβιού, χωρίς έννοιες και σκοτούρες τα γλαροπούλια. Να τα βλέπεις παίζοντας και τιτιβίζοντας να ακολουθούν το αφρισμένο αυλάκι, μέχρι το καράβι να βγει μεσοπέλαγα, να τα βλέπεις κάνουνε βουτιές στη θάλασσα, και φτερουγίζοντας να σηκώνονται ψηλά, κρατώντας στην τσιμπίδα τους ένα λαχταριστό αφρόψαρο.
Να κάθομαι και να αγναντεύω προς το βάθος περιμένοντας πότε τα σύννεφα θα πάρουν χρώματα ερωτικά και να βλέπω τον ήλιο κατακόκκινο να χάνεται μακριά πέρα στον ορίζοντα. Είναι η ώρα τέτοια που όταν δυο ερωτευμένα χείλη συναντιούνται αναζητώντας τη γεύση της ηδονής, παρακαλάς ο χρόνος να μην έχει τελειωμό. Είναι η στιγμή που η αξία των συναισθημάτων δεν μετριέται με την αξία του χρήματος.
Ήθελα πάρα πολύ να ήμουν εκεί, να ανακατευτώ με την αλμύρα της θάλασσας, να κολυμπήσω σε γαλαζοπράσινα νερά και σαν τον Αδάμ να περιφέρουμε σε ερημικές παραλίες, να πίνω το ουζάκι μου δίπλα στο κύμα και να’ ρχετε κρυφά η αγαπημένη των ονείρων μου να μου ξεμπλέκει τα μαλλιά, και τα πόδια μας βουτηγμένα στη θάλασσα να ανακατεύονται με τα βότσαλα. Καλά μιλάμε για πολύ χαΐ –κατάσταση!!!!
Μονολογώντας με όλα αυτά, πέρασε η ώρα και παρατήρησα πως άφησα πίσω μου αρκετά χιλιόμετρα και κάμποσες μικροενοχές. Άναψα το δεύτερο τσιγάρο για να έχω συντροφιά, και συνέχισα το ταξίδι μπαίνοντας σε άλλα μονοπάτια, διαφορετικών συναισθηματικών αποχρώσεων. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα από τη θάλασσα στο χωριό. Μα και εκεί που πήγα μήπως έκανα τίποτα το σπουδαίο που να το κουβαλάω μαζί μου σαν γλυκιά ανάμνηση. Το μόνο αξιόλογο που έκανα είναι ότι έπιασα φιλίες με μια καρέκλα που στο τέλος μου είπε αι-σεχτίρ σε βαρέθηκα.
Δεν κατέβηκα μέχρι το ποτάμι να κάνω μια βόλτα από πάνω μέχρι κάτω, ψάχοντας για βίρες με καθαρά νερά που να είναι σκεπασμένες από γράβια και πλατάνια που να μου θυμίζουν πίνακα ζωγραφικής. (και από ότι άκουσα υπάρχουν αρκετές). Εκεί την απόλυτη ησυχία να την διαταράσουν τα τζιτζίκια και οι φωνές των κοριτσιών, παίζοντας βόλει στην απέναντι όχθη του ποταμού. Βουτάς μέσα στη βίρα και έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μέσα στην κολυμπήθρα του Σηλουάμ, που βγαίνοντας από εκεί αισθάνεσαι πιο ανάλαφρος, εξαγνισμένος από την κούραση και το άγχος (όχι από τις αμαρτίες, αυτές δεν ξεπλένονται με τίποτα) και μετά τραβάς προς το καφενείο με μια διάθεση απόλυτης ικανοποίησης.
Αλήθεια τι ωραίο πράγμα θα ήταν, φεύγοντας από το ποτάμι την άλλη μέρα να βρεθείς στην κορυφή του βουνού. Να κάθεσαι το βράδυ δίπλα στα αναμμένα κούτσουρα, και σκεπασμένος με κουβέρτες να περιμένεις πότε θα ψηθεί η μπριζόλα, και το τσίπουρο να σε καλή κοντά του για να σε στέψει βασιλιά η δικτάτορα και έτσι όπως είσαι κυρίαρχος της καλοκαιρινής νύχτας να σε ’βρει το πρωΐ .
Ξαπλωμένος ανάσκελα να κοιτάς με μαγεία προς τα πάνω, βλέποντας τα αστέρια να τρεμοσβήνουν και κάποια πιο ανήσυχα να λοξοδρομούν προς τα κάτω και να χάνονται. Αν προλάβεις κάνεις και μια ευχή έτσι για το καλό.
Εδώ πάνω τα σμιλευμένα βράχια από το χρόνο σε προκαλούν σε ένα διαγωνισμό, αντοχής, δύναμης και υπομονής, και όπως στέκονται όρθια σαν αγάλματα αρχαίων θεών δεν έχεις παρά να τα θαυμάσεις και παράλληλα να τα σεβαστείς. Με τον απαραίτητο σεβασμό, αλλά ταυτόχρονα και με μια διάθεση να τα δαμάσεις, μπορείς περπατώντας να κατακτήσεις την πιο ψηλή κορυφή, να φτάσεις μέχρι εκεί, που τα μάτια σου να βλέπουν μόνο τον ουρανό, τα βουνά και στο βάθος τη θάλασσα.
Βουνά, λαγκάδια και ραχούλες, γίνονται στα χείλη των ανθρώπων στίχοι τραγουδιών, και τη μουσική επένδυση αναλαμβάνουν τα πουλιά, με πρίμα σιγόντο το γαύγισμα των σκύλων. Πιο δίπλα μες τη χαράδρα βλέπεις έναν αετό περήφανο με τις ορθάνοιχτες φτερούγες του να στριφογυρίζει, λες και είναι έτοιμος να αρχίσει το χορό. Πατώντας γερά στη στέρια γη, δεν έχεις παρά να σηκώσεις τα χέρια σου ψηλά και λυγίζοντας αργά-αργά τα γόνατα, να αρχίζεις να χορεύεις πάνω σε γνώριμους ρυθμούς .
Ένα απότομο φρενάρισμα, , και μια χαιρετούρα των πέντε αστέρων συνοδευμένη με τα σχετικά ( Γαλλικά)-ρε…μαλάκα ρε…π…τι κάνεις ρε…., με κατέβασε από τα βουνά και τα λαγκάδια και με προσγείωσε ανώμαλα, σημάδι πως μπήκα σε γνώριμα λημέρια, και ότι ο δρόμος της επιστροφής μου τελειώνει κάπου εδώ. Αφήνοντας πίσω μου τα θέλω και δεν μπορώ-τα μπορώ και δεν θέλω, μου έφυγε ένα βάρος, και έτσι ανάλαφρος πια, άναψα το τελευταίο μου τσιγάρο, και φυσώντας τον καπνό με ανακούφιση, είπα χαμογελώντας. Ποιος ξέρει, ίσως μια άλλη φορά μπορεί να τα καταφέρω, για να διηγούμαι τι έκανα, και όχι ΤΙ ΔΕΝ ΕΚΑΝΑ.
- Το τρίτο μάτι: Το τρίτο μάτι, τεύχος 171, Οκτ. 2010