Σάββατο, 07 Απριλίου 2012 12:08

Το κορίτσι με τη μαύρη ελιά

   Στα σχολικά μου χρόνια ο αείμνηστος Δ. Κ. επίτιμος  πρόεδρος της  αδελφότητας ο Άραχθος επισκέφτηκε το δημοτικό σχολείο που πήγαινα και μας μοίρασε μολύβια και τετράδια. Δεν έχασε όμως την ευκαιρία να ασχοληθεί με τους μαθητές και κάποια στιγμή με ρώτησε τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Εγώ με ψυχραιμία και θάρρος του απάντησα. Παπάς η δάσκαλος!!. (αυτά τα λόγια είναι μαγνητοφωνημένα ).

Τα  χρόνια περάσανε, δάσκαλος όμως  δεν έγινα, ούτε παπάς, παπαδοπαίδι όμως ναι!. (το παιδί που βοηθάει το παπά στη λειτουργία). 

 

   Αυτή λοιπόν μου την συνήθεια να πηγαίνω την Κυριακή στην εκκλησία- και κουβαλώντας πάντα μαζί μου τις σκανδαλιές και τον ανήσυχο χαρακτήρα μου-, την  είχα από μικρό παιδί. Η μαμά μου με έντυνε πάντα με τα καλύτερα ρούχα και πριν χτυπήσει η δεύτερη καμπάνα έτρεχα να βοηθήσω τον παπά. Έμπαινα μέσα στο ιερό και την πρώτη δουλειά που έκανα ήταν να ρίξω λιβάνι στο θυμιατό και να το κουνάω πέρα δώθε για να μοσχοβολήσει όλη η εκκλησία. Μια φορά θυμάμαι από το πολύ λιβάνι που έβαλα λιποθύμησα και είδα τον ουρανό με τ’ άστρα ν’ άρχονται καταπάνω μου και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα φαρδύς – πλατύς στο πάτωμα. Πολλές φορές έπαιρνα τη λαμπάδα και στεκόμουνα στο κέντρο του παντοκράτορα και έλεγα το πιστεύω και μετά το πάτηρ- ημών. Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν, όταν γύριζα γύρω- γύρω με το παπά να πηγαίνει μπροστά, κρατώντας τα Άγια και εγώ  από πίσω να  θυμιατίζω πότε δεξιά και πότε αριστερά. Ο παπάς δεν συγχωρούσε αυτήν την αταξία μου, με μάλωνε, και στο τέλος δεν μου έδενε ούτε αντίδωρο.

 Αυτό όμως που είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μένα ήτανε την Μεγάλη Εβδομάδα και ιδιαίτερα το στόλισμα και το πέρασμα του επιταφίου.

 

   Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν έχω καλές σχέσεις με τα Θεό και ειδικά με τους εκπροσώπους του. Η απάντηση είναι  μάλλον όχι. Δεν είμαι από αυτούς που τρέχουν στις εκκλησίες και σταυροκοπιούνται από το πρωί  μέχρι το βράδυ, αλλά εκεί στο χωριό τα πράγματα λειτουργούν εντελώς διαφορετικά. Άλλα συναισθήματα, άλλες ανάγκες, πολλές αναμνήσεις.

 

   Αυτά σκεφτόμουνα την  Μεγάλη Παρασκευή τώρα που βρέθηκα στο χωριό και κρατώντας τη λαμπάδα στο χέρι, περίμενα με επιμονή να πλησιάσω στα ενδότερα της εκκλησίας, με το μυαλό μου να πηγαίνει μια μπρος- μια πίσω και να είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ και να σεβαστώ την ιερότητα της στιγμής. Θεέ μου σχώραμε μονολογούσα. Τι έχω πάθει.

 

Η αιτία των συναισθηματικών μου αποχρώσεων βρισκόντανε εκεί δίπλα μου. Κοιτάζοντας κάποια στιγμή δήθεν αφερημένα τα μάτια μου πέσανε χαμηλά στον υπέροχο λαιμό της και κάτω από τα μακριά σπαστά μαλλιά της διέκρινα μια μικρή μαύρη ελιά. Την έβαλε εκεί ο γλύπτης θεός που με προσοχή και μεράκι σμίλεψε το ντελικάτο σώμα της και έστησε με μαεστρία μια εξωτική ομορφιά.

Η γυναίκα που έβλεπα μπροστά μου, μου θύμισε πολλά και οι σκέψεις μου άρχισαν πάλι να ταξιδεύουν  και να πηγαίνουν πίσω στα χρόνια της παιδικής μου αθωότητας.   

    Θυμάμαι πως ήμουνα από τους πρώτους που πήγαινα να στολίσω τον επιτάφιο, φυσικά μαζί με τα κορίτσια και το κυνηγητό να πηγαίνει σύννεφο, για το ποιος θα προλάβει να κόψει τα καλύτερα λουλούδια.  

 Το βράδυ στην εκκλησία όλα τα πιτσιρίκια σπρωχνόμασταν για το πιο θα περάσει πρώτο κάτω από τον επιτάφιο,-τώρα για τι το κάναμε δεν ξέρω-, σημασία έχει ότι είχα τους δικούς μου λόγους. Αφού με το κυνηγητό μες τα χωράφια μαζεύοντας διάφορα λουλούδια, δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, εναπόθεσα στο τέλος τις ελπίδες μου-βάζοντας  το διαβολικό μου μυαλό εν δράσει- στο πέρασμα κάτω από τον επιτάφιο. Έκατσα λοιπόν ακριβώς απέναντι από τα άλλα παιδιά και περίμενα. Μόλις έσκυψε να περάσει χώνουμε από κάτω και εκεί που ανταμωθήκαμε της σκάω ένα φιλί στο μάγουλο και μόλις που πρόλαβα να αντικρύσω την υπέροχη μαύρη ελιά της να κάθετη σαδιστικά στο δεξιό λακκάκι του λαιμού της έτοιμη για την τρυγήσω.

Έχει μπει η άνοιξη και το ζευγάρωμα της φύσης έφερνε ανθισμένες τις πρώτες πασχαλιές και τα ολόλευκα κρίνα. Έρωτας διάχυτος παντού και εγώ μέσα στην παιδική μου ωρίμανση, είχα μάτια μόνο για εκείνη.

 

   Εγώ έγινα κατακόκκινος από ντροπή αλλά και από ερωτική έξαψη, το πώς βγήκα απέναντι χωρίς να λιποθυμήσω ένας θεός ξέρει.

Εκείνη με ένα χαμόγελο γυναικείας φιλαρέσκειας- σαν να περίμενε από καιρό αυτήν την κίνησή μου- σηκώθηκε μου έριξε μια γλυκιά ματιά και βγήκε έξω για να χαθεί μέσα στον κόσμο. Προς το παρόν έγινε μια ψιλοαναστάτωσε, ένα σούσουρο για το πώς και το γιατί, χωρίς όμως ίχνος κακίας και εγώ έμεινα με το παράπονο γιατί δεν εισέπραξα εκείνο το πολυπόθητο φιλί.

 

   Η λαμπάδα που κρατούσα στα χέρια μου κάπως έγειρε προς τα μπρος και έσταξαν επάνω μου δυό- τρείς σταγόνες λιωμένο κερί τόσο, που ήταν αρκετό για να με επαναφέρει  στο παρόν.

 

Για μια στιγμή, αισθάνθηκα πως ένοιωσε την παρουσία μου και  γυρίζοντας το κεφάλι με κοίταξε τρυφερά με τα όμορφα καστανά της μάτια. Κάνοντας  μια αδέξια κίνηση, τράβηξε ελαφρά το φουλάρι της σαν να είχε καταλάβει τι σκεφτόμουνα και που ταξίδευα πριν λίγα δευτερόλεπτα………

 

   Την άλλη μέρα βρεθήκαμε να περπατάμε στα μονοπάτια των δικών της αναμνήσεων. Εκεί που απολαμβάναμε την μεσημεριάτικη βόλτα, έριξε μια ματιά πάνω στις ψηλές ράχες και σηκώνοντας το χέρι της μου δείχνει. Να εκεί συναντιόμασταν πολλές φορές την Μ. Εβδομάδα και πηγαίναμε στο πάνω χωριό. Εμείς ανεβαίναμε από τις πίσω λάκες και σας περιμέναμε εκεί στο τρίστρατο, που είναι η τάβλα του «σαιτάν» και εσείς μέσα από το ζερβό φτάνατε στη φιλκόλακα και όλοι μαζί τραβάγαμε προς τα πάνω για την εκκλησία, μέσα σε χαρές, τραγούδια και πειράγματα και κατεβαίναμε το βράδυ κρατώντας αυτοσχέδια φαναράκια και σπαρματσέτα.

 

   Ενθάρρυνα τις δικές της αναμνήσεις και όταν φτάσαμε στη πλατεία για ένα τσιγάρο, ανέβηκε πάνω στα σκαλοπάτια και  θυμήθηκε τότε, που εδώ απαγγέλαμε ποιήματα και παίζαμε θεατρικά σκετς όταν τελείωνε η σχολική χρονιά. Είχες πάρει μου λέει- με διάθεση να με πειράξει- το ρόλο ενός βλάχο που κατέβηκε στην πόλη και παρήγγειλε ένα λουκούμι και ένα κουβά νερό για να ξεδιψάσει. Σκύβοντας να πιεις νερό σου πέφτει το μουστάκι και εμείς από κάτω πεθάναμε στα γέλια. Ναι αλλά δεν λες όμως  και το άλλο τις θυμίζω, ότι μετά άρχισα να σε κυνηγάω και να σου πετάω κορόμηλα και ένα σε πέτυχε στο δόξα πατρί και έπεσες κάτω σαν ξερή. Τα παιδιά φωνάζανε πάει το κορίτσι, για να συνέλθει θέλει το φιλί της ζωής!!. Μόλις το άκουσες αυτό, σηκώθηκες και άρχισες να τρέχεις για να κρυφτείς πίσω από τα δέντρα………..

 

   Σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από  Polaroidμηχανή περνούν οι μνήμες μας από μπροστά και κάνουν στάση οι εικόνες για να μπούμε μες στο  κάδρο. Είμαστε δέσμιοι του παρελθόντος, δεν ξέρω, μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Το έχουμε όμως ανάγκη και θέλουμε να λειτουργεί σαν ναυαγοσωστικό καράβι που με καλό καπετάνιο το παρόν, να πορευόμαστε, αποφεύγοντας τις ξέρες, τις φουρτούνες και τα κύματα.

 

   Αφήσαμε τα παιδικά και νεανικά μας χρόνια να αναπαύονται στο αποστακτήριο της μνήμης και πήγαμε στο ξενοδοχείο για καφέ.

 

Ομολογώ πως είχαμε μια κάποια αμηχανία, εγώ έπαιζα με το κομπολόι μου και εκείνη με το μονόπετρο δαχτυλίδι της. Βέρα πουθενά. 

 

Είναι πολλά τα χρόνια που έχουν περάσει και το παρελθόν από μόνο του  δεν ήταν ικανό για να μας σπρώξει σε κάτι παραπάνω, χρειάζεται βλέπεις και το παρόν.

Όταν τελειώσαμε τον καφέ, ήπιαμε δυο-τρία τσίπουρα μονοκοπανιά, έτσι για να χαλαρώσουμε και για να μας φύγουν οι όποιες  αναστολές. Στο τέλος μου είπε τα προσωπικά της και πως βρέθηκε στο χωριό μετά από απουσία  πολλών ετών, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Θα ξανάρθω μου υποσχέθηκε και όπως έκανε να φύγει, γύρισε και μου έδωσε  εκείνο το πολυπόθητο φιλί.            

 

  • Το τρίτο μάτι: Το τρίτο μάτι, τεύχος 177, Απρ. 2012

Ο νερόμυλος του Κρυονερίου

Ο νερόμυλος του Κρυονερίου

Ο Νερόμυλος δημιουργήθηκε το 2000 απο τον...

"Το ζεύκι"

Παρουσίαση ταβέρνας "Το ζεύκι" στον Βαθύκαμπο Άρτας    

Άραχθος Χαγιάτι

Άραχθος Χαγιάτι

Το Ξενοδοχείο ''Άραχθος Χαγιάτι'' βρίσκεται στην Φτέρη...

Οινοποιείο Κώστα Βασιλείου

Οινοποιείο Κώστα Βασιλείου

Επισκεφθήκαμε το οινοποιείο του Κώστα Βασιλείου στον...

Καφενείο πλατείας Ναζαίων Κώστα Καλιακάτ…

Καφενείο πλατείας Ναζαίων Κώστα Καλιακάτσου

Τις Απόκριες επισκεφτήκαμε και εμείς το καφενείο...

kalesma