Πέμπτη, 02 Ιουλίου 2009 11:29

Τρεις μες’ στο καφενείο

   Από το πρωί φαινότανε πως το πάει για βροχή. Τα σύννεφα έκαναν τα παιγνιδάκια τους στον ουρανό και στριφογύριζαν από τα Τζουμέρκα μέχρι το Ξηροβούνι, σαν να θέλανε να μου φτιάξουν την κακή μου διάθεση, που με έχει πιάσει εδώ και μέρες, και δε λέει να μου φύγει με τίποτα.

 

   Έκατσα στη σκάλα και περίμενα με αγωνία πότε θα πέσουν οι πρώτες ψιχάλες για να μαζευτώ μέσα, να χωθώ κάτω από τα σκεπάσματα και παρέα με το αναμμένο τζάκι να αρχίσω να ψάχνω τα μέσα μου, να  ταξιδέψω στους εσωτερικούς μου και δαιδαλώδεις δρόμους, και να χαθώ, αναζητώντας τι θέλω από τη ζωή μου, τι έχω κάνει μέχρι τώρα, για τους χαμένους και ανεκπλήρωτους έρωτες, να αναρωτιέμαι γιατί  περάσανε τόσο γρήγορα τα χρόνια, και όλα αυτά που όσο τα σκαλίζεις, άλλο τόσο πολύ σε πονάνε, αλλά συνάμα σε απελευθερώνουνε, η σε ρίχνουνε ακόμη πιο βαθιά μέσα στα σκατά.

 

   Ο καιρός φαίνεται ότι συμμάχησε μαζί μου και μου έκανε τη χάρη, πιάνοντας το απόγευμα μια ξαφνική μπόρα, να χαλάει ο θεός τον κόσμο. Οι καταρράκτες του ουρανού γρήγορα συμμορφώθηκαν και το γυρίσανε στο ψιλοβρόχι. Εκεί που απολάμβανα τη βροχή και έκανα χάζη τις σταλαματιές, να τις βλέπω να πέφτουνε πάνω στο λιθόστρωτο και να ανοίγουνε σαν τριαντάφυλλα, εκεί ραγιζότανε και η καρδιά μου με την απόλυτη και ανυπόφορη μοναξιά. Είπαμε ωραία είναι η βροχή και το χαλάζι, ωραία είναι να βλέπεις τον καιρό να αλλάζει, να φοράς τις μπότες και να πλατσουρίζεις μέσα στα νερά της βροχής, να περπατάς αμέρημνος στην  ακροποταμιά, και σε λίγο να πίνεις το καφεδάκι σου με κοντομάνικο, αλλά ως εδώ,.. μετά τι γίνεται,.. τι έχει παρακάτω…….

 

   Ή  τα μαζεύεις και πας από εκεί που ήρθες, και διαλαλείς ότι πέρασες ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο γεμάτος από καινούργια πράγματα, συναισθήματα και εμπειρίες, ή πας κατευθείαν στο τζάκι και χώνεσαι  κάτω από τα σκεπάσματα, και χουχουλιάζοντας σκουπίζεις μια σταγόνα που έμεινε στο μάγουλό σου, μόνο που δεν ήτανε της βροχής αλλά από τα μάτια σου, που χωρίς να το καταλάβεις σου έφυγε ένα δάκρυ.

 

   Την προηγούμενη εβδομάδα ήμουνα εδώ, και πριν ένα μήνα πάλι εδώ, γιατί αποφάσισα πριν κάμποσο καιρό, να μείνω μόνιμα εκεί που γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, είναι ένα στοίχημα που έχω βάλει με τον εαυτό μου, αν τα καταφέρω η όχι, θα το δείξει ο χρόνος.     

 

   Μάζεψα πέντε –έξη κότες, για να έχω κάτι να ασχολούμαι,  αλλά τη δουλειά τους την κάνουν, τα αυγά που χρειάζομαι τα έχω, άλλωστε δεν κάνει να τρώω και πολλά γιατί έχω ανεβασμένη την χοληστερίνη και πρέπει να προσέχω. Τι να κάνω , είναι θέμα ηλικίας, είμαι στα ..άντα, και βαδίζω ολοταχώς προς τα …ήντα.

   Βρε περίεργο πράγμα αυτός ο χρόνος, για πότε περνάει δεν το καταλαβαίνεις και ειδικά όταν δεν έρχεσαι σε επαφή με την γη, με την αλλαγή των χρωμάτων της φύσης με την προσμονή και τη μετάβαση των εποχών. Το λέω αυτό, γιατί τα τελευταία χρόνια τα έχω περάσει στην Αθήνα, εκεί που το όνειρο χωρίς να το καταλάβεις σιγά-σιγά γίνεται εφιάλτης, εκεί που η ασφάλεια μέσα στους πολλούς, γίνεται μοναξιά στα τσιμεντένια ντουβάρια, εκεί που….. έναν κατάλογο ολόκληρο μπορείς να ξεδιπλώσεις με όλα τα θετικά και τα αρνητικά μιας μεγαλούπολης αλλά μόλις γυρίσεις σελίδα, διαπιστώνεις πως η μισή σου ζωή έχει περάσει.

 

    Πήρα λοιπόν την απόφαση να γυρίσω πίσω στο χωριό, ελπίζοντας σε μια πιο ανθρώπινη και με λιγότερο άγχος ζωή, και να πορευτώ από δω και πέρα με καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, αλλά και καλύτερη ποιότητα ζωής.

   Άλλωστε αυτό μου τριβέλιζαν τα αυτιά, τα τελευταία χρόνια, συγγενείς και φίλοι. Βρε τράβα στο χωριό να βρεις την υγειά σου, θα περνάς ζωή και κότα. Τι κάθεσαι στην πόλη και βολοδέρνεις, εκεί θα είσαι βασιλιάς. Χωράφια υπάρχουν όσα θέλεις, μόνο που είναι χέρσα, άμα όμως οπλιστείς με κουράγιο και υπομονή, την άλλη χρονιά θα έχεις σοδιά. Για δουλειά μην στεναχωριέσαι κάπου θα βρεθεί το μεροκάματο, όρεξη να έχεις και πάνω από όλα την υγειά σου. Θα πάρεις και καμιά δεκαριά κότες , κανά δυο κατσίκες, δυο γουρουνάκια για τον χριστουγεννιάτικο μεζέ, μια γελάδα για το γαλατάκι σου, και άμα γκαστρωθεί η γελάδα θα έχεις και το μοσχάρι σου. Α !!  μην ξεχάσεις να ρίξεις τις κοπριές στο χωράφι για να  δυναμώσουν τα κηπευτικά σου και θα είναι όλα βιολογικά και νόστιμα, και το γουρούνι να το ταίζεις αβοκάντο για να πάρει ωραία μυρωδιά! με συμβούλευαν κάθε λίγο και λιγάκι συμβουλάτορες και  φίλοι.

 

    Ώπα λέω, εδώ είμαστε, μια καινούργια ζωή ανοίγεται μπροστά μου και το μέλλον μου ανήκει. Δεν με πήραν δα και τα χρόνια. Ποιος ξέρει τι μου επιφυλάσσει η ζωή μπορεί και να παντρευτώ. Στην Αθήνα προκοπή δεν είδα, όλες οι ωραίες γυναίκες που έβλεπα γύρω μου ήτανε των άλλων και καμία δικιά μου. Η γυναίκα με την οποία έκανα παρέα ,τα είχε όλα,- που λέει ο λόγος,- αλλά οι άλλες  ήτανε καλύτερες, γι’ αυτό αποφάσισα κάποια στιγμή να μείνω μόνος μου και να απαλλαγώ από τη διαδικασία της σύγκρισης μπας  και καταλαγιάσουν λίγο τα μπερδεμένα μου αισθήματα. Άλλωστε τώρα τι με νοιάζει, ας είναι καλά η τηλεόραση που κάνει προξενιά στο άψε-σβήσε, με την εκπομπή –αγρότης μόνος ψάχνει,- και την άλλη πως την λένε μωρέ…α!! -μια νύφη για το γιό μου,- οπότε εγώ, δεν μπαίνω στη διαδικασία του ψαξίματος, ας πάρουν οι άλλοι την ευθύνη, μιας και εγώ τόσα χρόνια δεν μπόρεσα να αποφασίσω μόνος μου.

 

 ………

   Η βροχή σιγά-σιγά σταμάτησε και μια ηρεμία απλώθηκε παντού, ακόμη και μέσα μου στα εσώτερα της ψυχής μου. Μόλις πήρε να νυχτώνει έκλεισα γρήγορα τις κότες, φρόντισα το τζάκι να έχει ξύλα για το βράδυ και ετοιμάστηκα για τη βραδινή έξοδο. Φόρεσα το παλτό του πατέρα μου και ξεκίνησα για το καφενείο. Το παλτό το πήρα κρυφά όταν ήτανε στα τελευταία του, γιατί το κράταγε σαν ενθύμιο από τον πόλεμο και το είχε καλά φυλαγμένο μέσα στην κασέλα του για να του θυμίζει τον εμφύλιο μιας και ήτανε περήφανος που πολέμησε δίπλα στον Ζέρβα. Δέκα λεπτά είναι μέχρι το καφενείο, αλλά μέχρι να φτάσω  εμένα μου φάνηκε αιώνας ολόκληρος, γιατί χάθηκα μέσα στην ομίχλη που είχε σκεπάσει τα πάντα και μόνο τα φώτα των σπιτιών ξεχώριζαν που διαθλούνταν μέσα στην ομίχλη και να γίνονται αστέρια μακρινά, που με καλούσαν να πάω κοντά τους για να ταξιδέψω μαζί τους σε άλλους κόσμους μακρινούς, αλλά εγώ εκεί να επιμένω πως το κέντρο της γης είναι το χωριό μου.

 

   Πράγματι το χωριό μου είναι ωραίο, αλλά ας μην το παρακάνω κιόλας. Ένας μύθος είναι, μια ψευδαίσθηση και τίποτα άλλο, ένας σίγουρος τόπος για τα γεράματα ,- και αυτό δεν είναι λίγο,- αλλά όχι όμως και το παν. Πολλά εξαρτώνται από το τι θέλω να κάνω εδώ που ήρθα για μόνιμη κατοίκηση. Τι δυνατότητες έχει και τι μου προσφέρει το χωριό. Κουκιά μετρημένα είναι, δεν χρειάζεται και δα πολύ φιλοσοφία. Ας κρατήσω λοιπόν μικρό καλάθι γιατί τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα. Οι μεγάλες προσδοκίες για μια πιο καλύτερη ζωή είναι πολύ σχετικό πράγμα. Αν είχα ένα κομπόδεμα γερό για να αγοράσω τον μισό κάμπο και μεγάλο μηνιαίο εισόδημα θα ερχόμουνα στο χωριό;.  Θα περνούσα μια φορά το μήνα, δέκα μέρες το καλοκαίρι και αυτό είναι όλο. Και πάλι μπερδεύομε γιατί μπλέκω τα συναισθήματα με τη λογική. Τι να κάνω σ’ ένα γερασμένο χωριό που η ελπίδα για μόνιμη κατοίκηση νέων ανθρώπων είναι ελάχιστη έως απίθανη. Τι να κάνω σ’ ένα χωριό χωρίς τη ζεστασιά των νέων ανθρώπων, χωρίς την αναζήτηση προσωπικών σχέσεων. Ερωτήματα βάζω στον εαυτό μου, αλλά απάντηση δεν παίρνω. Αν θέλω να επιβιώσω σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον θα πρέπει να βάλω λίγο νερό στο κρασί μου, αλλιώς δεν γίνεται, δεν μπορεί να τα έχω όλα. Σκόντο από εδώ, σκόντο από εκεί στο τέλος δεν μένει τίποτα, και αυτό το τίποτα είναι που με τρομάζει.

 

    Μια πέτρα καταμεσής του δρόμου ήτανε η αφορμή να προσγειωθώ ανώμαλα. Μόλις σηκώθηκα μου φύγανε όλα, η ομίχλη και τα αστέρια διαλυθήκανε, τα μακρινά ταξίδια πάνε περίπατο, οι σκέψεις και αναζητήσεις που ξαφνικά βγήκαν στην επιφάνεια καταχωνιαστήκανε.

 

Σε λίγο μπήκα μες το καφενείο και έκατσα δίπλα στη σόμπα μπας και ζεσταθώ. Παράγγειλα ένα βραστό τσίπουρο, αλλά που να ζεσταθώ. Γρήγορα κατάλαβα πως το κρύο μες το καφενείο δεν ήτανε από το καταχείμωνο αλλά από την κρύα ατμόσφαιρα που υπήρχε γύρω μου. Το σκηνικό το ίδιο με το χθεσινό, απέναντι η τηλεόραση σε περίοπτη θέση, στους τοίχους ασπρόμαυρες φωτογραφίες γερόντων και χρηστικά αντικείμενα μιας άλλης εποχής, που βρεθήκανε εκεί ατάκτως ερριμμένα με ζήλο και αγάπη.

 

   Τρεις ήμαστε μες το καφενείο περιμένοντας τον τέταρτο για κανένα χαρτάκι. Ησυχία παντού μέχρι και οι τοίχοι παρέμειναν  βουβοί μόνο η τηλεόραση ακούγεται που σιγά-σιγά δυναμώνει πλησιάζοντας την ώρα των ειδήσεων και τα βλέμματα στραμμένα προς τα εκεί με την ελπίδα μήπως ακούσουμε κάποιο χαρμόσυνο γεγονός, αλλά μόνο τρομολαγνεία και φόβο εκπέμπει το χαζοκούτι. Παράγγειλα ένα ακόμη βραστό, αλλά μάταια  περίμενα να φανεί άνθρωπος.

 

   Τρεις μείναμε μες το καφενείο μέχρι που πέρασε η ώρα. Ανθρώπινες φιγούρες μελαγχολικές και αμίλητες. Έριξα μια ματιά γύρο μου. Οι τοίχοι  μουντζουρωμένοι από την κάπνα, και οι αράχνες ατάραχες να υφαίνουν ανενόχλητες το καινούργιο τους υφάδι, μιας και τα προηγούμενα τα χάλασε ένα πρόχειρο ξεσκόνισμα.

   Τράβηξα για το σπίτι με ανάμεικτα συναισθήματα. Έριξα κούτσουρα στο τζάκι  και με την φωτιά για παρέα άρχισα να πλέκω το δικό μου υφάδι μέχρι που με πήρε ο ύπνος…………..               

  • Το τρίτο μάτι: Το τρίτο μάτι, τεύχος 168, Ιαν. 2009

Ο νερόμυλος του Κρυονερίου

Ο νερόμυλος του Κρυονερίου

Ο Νερόμυλος δημιουργήθηκε το 2000 απο τον...

"Το ζεύκι"

Παρουσίαση ταβέρνας "Το ζεύκι" στον Βαθύκαμπο Άρτας    

Άραχθος Χαγιάτι

Άραχθος Χαγιάτι

Το Ξενοδοχείο ''Άραχθος Χαγιάτι'' βρίσκεται στην Φτέρη...

Οινοποιείο Κώστα Βασιλείου

Οινοποιείο Κώστα Βασιλείου

Επισκεφθήκαμε το οινοποιείο του Κώστα Βασιλείου στον...

Καφενείο πλατείας Ναζαίων Κώστα Καλιακάτ…

Καφενείο πλατείας Ναζαίων Κώστα Καλιακάτσου

Τις Απόκριες επισκεφτήκαμε και εμείς το καφενείο...

kalesma